ξετίναγμα

ξετίναγμα
το, -ατος
1. το τίναγμα πράγματος για τον καθαρισμό του από σκόνη ή σκουπίδια: Απαγορεύεται το ξετίναγμα ρούχων από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών.
2. μτφ., το χάσιμο περιουσίας, χρημάτων: Του κάνανε μεγάλο ξετίναγμα στα χαρτιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξετίναγμα — το [ξετινάζω] 1. ισχυρό τίναγμα ενός πράγματος προκειμένου να φύγει από πάνω του η σκόνη 2. μτφ. α) πρόκληση μεγάλης οικονομικής ζημιάς β) η απώλεια τής περιουσίας κάποιου γ) η απογύμνωση κάποιου από τα επιχειρήματα που προβάλλει, η κατάρριψη με… …   Dictionary of Greek

  • τίναγμα — το, ατος 1. κλονισμός, ξετίναγμα, τράνταγμα: Ένιωσα τίναγμα με το σεισμό. 2. ξεσκόνισμα: Τίναγμα του σεντονιού. 3. πήδημα, σαλτάρισμα: Μ ένα τίναγμα έπιασε την μπάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”