- ξετίναγμα
- το, -ατος1. το τίναγμα πράγματος για τον καθαρισμό του από σκόνη ή σκουπίδια: Απαγορεύεται το ξετίναγμα ρούχων από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών.2. μτφ., το χάσιμο περιουσίας, χρημάτων: Του κάνανε μεγάλο ξετίναγμα στα χαρτιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.